Ἀθάμαντος

Ἀθάμαντος
Ἀθάμας
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αθάμαντος — (athamanta). Ονομασία γένους ποωδών πολυετών φυτών της οικογένειας των σκιαδοφόρων, ιθαγενών της Ευρώπης και της δυτικής Ασίας. Έχουν τεφρό χρώμα και καλύπτονται από τρίχες. Τα φύλλα τους είναι πτεροσχιδή με σχισμένα φυλλάρια. Τα άνθη είναι λευκά …   Dictionary of Greek

  • σχοινεύς — έως, ὁ, Α 1. είδος άγνωστου πτηνού 2. ως κύριο όν. Σχοινεύς μυθ. γιος τού Αθάμαντος και τής Θεμιστούς, πατέρας τής Αταλάντης και τού Κλυμένου, επώνυμος οικιστής τής βοιωτικής πόλης Σχοίνου και τού αρκαδικού Σχοινούντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος +… …   Dictionary of Greek

  • Φλάξμαν, Τζον — (Flaxman, Ν. Υόρκη 1755 – Λονδίνο 1826). Άγγλος γλύπτης, γνωστός για τον ρόλο που έπαιξε στη διάδοση του νεοκλασικού ρεύματος στη Μεγάλη Βρετανία και για τα επιτάφια μνημεία του (τάφος του Νέλσωνα στη μητρόπολη του Aγίου Παύλου του Λονδίνου).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”